Το
φορολογικό πρόβλημα στην Ελλάδα δεν
είναι σημερινό, ούτε προέκυψε ξαφνικά
από την κρίση. Είναι ένα χρόνιο φαινόμενο
και οφείλεται στην προβληματική δομή
των φορολογικών και εισπρακτικών
μηχανισμών, η οποία οδηγεί σε φορολογικά
έσοδα χαμηλότερα των ευρωπαϊκών μέσων
όρων. Συγκεκριμένα, τα έσοδα άμεσης
φορολογίας στην Ελλάδα υπολείπονται
σήμερα περίπου 8% από τον μέσο όρο της
Ευρωζώνης, ενώ στα έσοδα από την έμμεση
φορολογία, παρατηρείται μία σχετική
ισορροπία με μικρή απόκλιση σε σχέση
με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Παρά τις
όποιες αποσπασματικές προσπάθειες
έγιναν για να καταπολεμηθεί η φοροδιαφυγή,
το 2011 τα συνολικά έσοδα από φόρους δεν
ξεπέρασαν το 31% του συνεχώς μειούμενου
Ελληνικού ΑΕΠ, όταν το αντίστοιχο μέσο
ποσοστό στην ΕΕ ξεπερνά το 39% του ΑΕΠ.
Στην
παρούσα κατάσταση και πριν την παρουσίαση
του νομοσχεδίου-σκούπα, η ΕΣΕΕ ζητά από
το Οικονομικό επιτελείο να αντιμετωπίσει
τα πραγματικά αίτια για το γεγονός ότι
τα φορολογικά έσοδα κυμαίνονται σε
χαμηλά επίπεδα, όταν η φορολογία στην
Ελλάδα είναι υψηλή. Με βάση τα όσα
στοιχεία διαθέτουμε από διάφορες
ευρωπαϊκές πηγές αποδεικνύεται ότι η
φορολογία στην Ελλάδα βρίσκεται σημαντικά
πάνω από το μέσο όρο των ευρωπαϊκών
κρατών. Η φορολογία για φυσικά πρόσωπα
φθάνει το 49%, όταν ο μέσος όρος στην Ε.Ε.
είναι 38%, αντίστοιχα στις επιχειρήσεις
είναι 30% όταν στην Ε.Ε. είναι 26%. Ο ΦΠΑ
βρίσκεται στο 23%, έναντι 20% στην ΕΕ, ενώ
στη φορολογία εισοδήματος ισχύει μία
υψηλή προοδευτική κλίμακα, οι φόροι
κεφαλαίου και περιουσίας έχουν υψηλούς
συντελεστές και οι ειδικοί φόροι έχουν
καταλήξει να είναι από τους υψηλότερους
στην Ευρώπη.
Η
απάντηση στο γιατί εμφανίζεται αυτή η
αντίφαση εντοπίζεται κυρίως σε τρία
πολύ σοβαρά προβλήματα, που διαταράσσουν
την όλη εικόνα των εσόδων: στη στρέβλωση
φορολόγησης πραγματικού και τεκμαρτού
εισοδήματος, στην εκτεταμένη φοροδιαφυγή
και στην εισπρακτική αδυναμία. Βεβαίως,
στα παραπάνω θα πρέπει να προσθέσουμε
και την εντός κρίσης φοροδοτική αδυναμία
που εκτίναξε τις ληξιπρόθεσμες οφειλές
φόρων του 2012 από τα 3,9 δις τον Ιούλιο,
στα 10,2 δις τον Οκτώβριο.
Η
Ελλάδα μέχρι και το 2011 εξακολουθούσε
να έχει το υψηλότερο αφορολόγητο όριο
ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ. Το αφορολόγητο
όριο έφθανε στις 12.000 ευρώ και ο Έλληνας
φορολογούμενος μέσου εισοδήματος
συγκρινόμενος με άλλους Ευρωπαίους
πλήρωνε λιγότερους φόρους. Από τις
αρχές, όμως, του 2012 υπήρξαν αλλαγές που
μείωσαν το αφορολόγητο όριο στα 5.000
ευρώ, ουσιαστικά το μηδένισαν για τους
ελεύθερους επαγγελματίες με τον φόρο
επιτηδεύματος και περιόρισαν δραματικά
τις φοροαπαλλαγές. Έτσι, μέσα στο 2012,
και υπό την πίεση της τρόικας, μέσα σε
ένα περιβάλλον ύφεσης, φθάσαμε στο
αντίθετο άκρο όπου ο Έλληνας είναι
πλέον από τους βαρύτερα φορολογούμενους
στην Ευρώπη με βάση τους άμεσους, αλλά
και τους έμμεσους φόρους.
Παρά
τη μείωση και την κατάργηση του
αφορολόγητου, αλλά και την αναδρομική
επιβολή νέων φόρων, είναι αμφίβολο εάν
το Κράτος θα κατορθώσει να εισπράξει
πολύ περισσότερους φόρους. Και αυτό
γιατί στην συγκεκριμένη χρονική συγκυρία
έχει μειωθεί δραματικά ο αριθμός των
εργαζόμενων και τα κέρδη των επιχειρήσεων.
Έτσι, μέσα από τις απώλειες των φόρων
των ζημιογόνων επιχειρήσεων που κλείνουν
και των εργαζόμενων που χάνουν τη δουλειά
τους, αλλά και τις αντίστοιχες απώλειες
των ασφαλιστικών εσόδων, τα πράγματα
περιπλέκονται ακόμη περισσότερο, με
αποτέλεσμα να καταλήγουμε συνεχώς στο
ίδιο σημείο.
Μέσα
στην παρούσα κρίση, για να επανέλθει η
Ελλάδα σε μία τροχιά ανάπτυξης, δεν
αρκεί άλλη μία φορολογική μεταρρύθμιση
και μάλιστα με γρίφους αυτοτελούς
φορολόγησης από 26% έως 33%, αλλά μία
φορολογική φόρμουλα που θα μπορεί να
ευδοκιμήσει και να επαναφέρει ταυτόχρονα
ανάπτυξη και δημοσιονομική ισορροπία.
Απαιτείται, λοιπόν, ένας συνδυασμός
οικονομικής πολιτικής με κίνητρα για
την ανάπτυξη της οικονομίας, την ενίσχυση
της ρευστότητας στην αγορά και την
αύξηση του ΑΕΠ της χώρας μας.
Τα
κύρια ζητούμενα της αναγκαίας φορολογικής
μεταρρύθμισης θα πρέπει να είναι η
απλοποίηση και η σταθεροποίηση της
φορολογικής νομοθεσίας, με αντίστοιχη
μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης για
να περιορισθεί η φοροδιαφυγή. Η φορολογική
νομοθεσία στην Ελλάδα είναι πολύ μεγάλη
και σύνθετη, είναι παλαιά και άδικη, ενώ
βασίζεται σε μία φιλοσοφία αμοιβαίας
έλλειψης εμπιστοσύνης. Για να αλλάξει
αυτό άμεσα πρέπει να μειωθούν και να
γίνουν πιο δίκαιες οι φορολογικές
επιβαρύνσεις, ενώ επανειλημμένως έχουμε
αναλύσει γιατί οι αποδείξεις αγορών
και εξόδων πρέπει να γίνουν οι κύριες
φοροαπαλλαγές μας. Η ΕΣΕΕ επιμένει
ότι επιβάλλεται να μειωθεί ο υψηλός
συντελεστής ΦΠΑ, ενώ πάγια θέση μας
εξακολουθεί να είναι η μείωση της
φορολογίας των επιχειρήσεων από τα
σημερινά επίπεδα του 20% σταδιακά στον
τελικό στόχο του flat tax 15%. Επίσης, θεωρούμε
επιβεβλημένο να μειωθεί η φορολογία
του εισοδήματος των φυσικών προσώπων
και της ακίνητης περιουσίας, που από τα
φορολογικά «κτυπήματα» έχουν γίνει
«σάκοι του μποξ».
Οι
δανειστές μας, διαμέσου της τρόικας,
ισχυρίζονται ότι η Ελλάδα δεν είναι
ακόμη έτοιμη να εφαρμόσει την πρακτική
του «ενιαίου φορολογικού συντελεστή».
Εκτιμούμε, όμως, ότι κάνουν λάθος και
ότι αυτή πρέπει να είναι η κατεύθυνση
προς την οποία θα πρέπει να κινηθεί η
χώρα μέσα στην επόμενη τριετία. Μια
τέτοια γενναία αλλαγή, δεν οδηγεί
αναπότρεπτα σε μείωση των εσόδων του
κράτους. Απεναντίας, η μείωση των φόρων
και η ύπαρξη ενός χαμηλού συντελεστή,
θα αποτελέσει το κίνητρο για ανάπτυξη
και ένα σοβαρότατο αντικίνητρο για τη
φοροδιαφυγή. Άλλωστε, η εμπειρία άλλων
χωρών που μείωσαν τους συντελεστές
φορολογίας μάς δείχνει ότι η μείωση της
φορολογικής επιβάρυνσης δεν συνοδεύεται
απαραίτητα και από μείωση των εσόδων.
Βεβαίως, ένα τέτοιο μέτρο θα πρέπει να
συνδυαστεί με μια σοβαρή προσπάθεια
αποτελεσματικής είσπραξης των φόρων,
η οποία θα προσδιορίζεται από την
πολιτική βούληση για τον περιορισμό
της φοροδιαφυγής, αλλά και από μεγάλη
αυστηρότητα στην εφαρμογή της.
Οι
Έλληνες είμαστε έτοιμοι για μία γενναία
φορολογική αλλαγή. Η Ελλάδα έχει
ανάγκη μία ουσιαστική φορολογική
αλλαγή. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν
είναι από μόνη της αρκετή για να βγάλει
την Ελλάδα από την ύφεση. Η φορολογική
μεταρρύθμιση είναι απαραίτητη, εφόσον
ενταχθεί στο πλαίσιο μίας εθνικής
οικονομικής στρατηγικής, η οποία θα
διαθέτει τον απαιτούμενο αναπτυξιακό
προσανατολισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου